Νομολογιακή απόφαση βάζει «φρένο» στην εσφαλμένη τακτική της φορολογικής διοίκησης να δεσμεύει αδιακρίτως περιουσιακά στοιχεία όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας λόγω των οφειλών της χωρίς να έχει προηγουμένως διακριβώσει αν ασκούσαν επί της ουσίας διοίκηση.
Σύμφωνα με την απόφαση εν προκειμένω το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) το οποίο προχώρησε στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων αντιπροέδρου του ΔΣ εταιρείας η οποία ελεγχόταν για φοροδιαφυγή 10 εκατομμυρίων ευρώ, έπρεπε με στοιχεία να αποδείξει αιτιολογημένα ότι εκείνος είχε πράγματι το κρίσιμο διάστημα ουσιαστικά καθήκοντα διαχείρισης της εταιρείας.
Την απόφαση αυτή εξέδωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας πριν από λίγες μέρες με αφορμή προσφυγή του Γ. Α. κατά κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ειδικότερα κατά του ΚΕΜΕΕΠ, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της διοίκησης με την οποία του δέσμευσαν το 50% των καταθέσεων του, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών και των θυρίδων του, επειδή είχε την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανωνύμου εταιρείας «SUPPORT SOLUTIONS BUSINESS» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όταν διαπιστώθηκε ότι υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις ΦΠΑ με αποτέλεσμα να μην αποδώσει για τρεις συνεχόμενες φορολογικές περιόδους 10.000.000 ευρώ. Στις παραπάνω δεσμεύσεις προχώρησε ο προϊστάμενος του ΚΕΜΕΕΠ ο οποίος εξέδωσε πράξη διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου, απαγορεύοντας στη φορολογική διοίκηση να παραλαμβάνει ή να χορηγεί κάθε έγγραφο, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων κλπ. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης κατά το μέρος που αφορά στον ίδιο και ζήτησε την ακύρωση της. Όπως εξηγεί στην προσφυγή του πράγματι συμμετείχε στο ΔΣ της ανωνύμου εταιρείας αλλά με την ιδιότητα του απλού μέλους, χωρίς ωστόσο να είναι από το νόμο ή την ιδιωτική βούληση ουδέποτε εντεταλμένος στη διοίκηση, διαχείριση ή την εκπροσώπηση της. Μάλιστα όπως ισχυρίσθηκε ο κύριος Γ.Α. δεν διατέλεσε Αντιπρόεδρος της ΑΕ κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, διότι στο πρακτικό του ΔΣ με το οποίο ορίστηκε εκείνος αντιπρόεδρος, έχει πλαστογραφηθεί η υπογραφή του και για το θέμα αυτό έχει προσφύγει σε ποινικά και αστικά δικαστήρια διεκδικώντας αποζημίωση για ηθική βλάβη. Όσο για το επίμαχο πρακτικό ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί κανόνες δημοσιότητας για τη φερόμενη ως εκλογή του σε αντιπροέδρου της ανωνύμου εταιρείας με αποτέλεσμα αυτός να εξακολουθεί να είναι απλό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέθηκε την προσφυγή του ως βάσιμη, με το σκεπτικό ότι «ανεξαρτήτως αν ο Γ.Α., έφερε νομίμως την ιδιότητα του αντιπροέδρου του ΔΣ της ελεγχόμενης εταιρείας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ο προϊστάμενος της καθής Φορολογικής Αρχής εξέδωσε την προσβάλλόμενη πράξη, (…)χωρίς να εξετάσει περαιτέρω, πολλώ δε μάλλον να αποδείξει εάν, κατά το κρίσιμο χρόνο, ήταν εντεταλμένος στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση της εταιρείας». Μάλιστα, το δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του ότι από την έκθεση ελέγχου, η οποία αποτελεί το έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης προκύπτει ότι το κρίσιμο χρονικό διάστημα την επιχείρηση εκπροσωπούσε και δέσμευε ασκώντας δικαιώματα διαχείρισης και εκπροσώπησης μία γυναίκα. Το δικαστήριο διέταξε την άρση των μέτρων που επιβλήθηκαν σε βάρος του Γ. Α..
Όχι αδιακρίτως η λήψη μέτρων
«To κρίσιμο στοιχείο της σχολιαζόμενης αποφάσεως είναι, ότι τα διασφαλιστικά μέτρα του Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται φοροδιαφυγή σε ανώνυμη εταιρεία, δεν μπορούν να λαμβάνονται αδιακρίτως κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι μόνη η ιδιότητα του προέδρου, αντιπρόεδρου, γραμματέα κλπ του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, δεν αρκεί για να ληφθούν εις βάρος του τα παραπάνω δυσμενή μέτρα, αλλά θα πρέπει επιπρόσθετα και προηγούμενα, να αποδείξει η φορολογική διοίκηση, ότι το μέλος αυτό του διοικητικού συμβουλίου, ακόμα κι αν είχε μία από τις παραπάνω ιδιότητες, ασκούσε εν τοις πράγμασι, προσωρινά ή διαρκώς, κάποιο από τα καθήκοντα διοίκησης ή διαχείρισης της εταιρείας.
Η απόφαση αυτή «βάζει φρένο» στην εσφαλμένη τακτική της φορολογικής διοίκησης, να λαμβάνει μέτρα αδιάκρίτως εναντίον όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου μίας ανώνυμης εταιρίας, ασχέτως του αν ασκούσαν πραγματικά διοίκηση στην εταιρεία ή είχαν αρμοδιότητα εκπροσώπησης της.
Σημαντικό τέλος είναι να τονιστεί ότι με βάση την παραπάνω απόφαση, μετατίθεται το βάρος της απόδειξης από τον φορολογούμενο στην φορολογική διοίκηση, καθώς πλέον καλείται η τελευταία να αποδείξει και μάλιστα αιτιολογημένα, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου λαμβάνονται τα παραπάνω μέτρα είχε καθήκοντα διοίκησης ή διαχείρισης της εταιρείας.»